αλάδωτος

αλάδωτος
-η, -ο [λαδώνω]
1. αυτός που δεν έχει λάδι, στον οποίο δεν προστέθηκε άρτυμα λαδιού
2. αυτός που δεν αλείφτηκε με λάδι
3. που δεν λερώθηκε με λάδι
4. που από φτώχεια ή για νηστεία δεν έφαγε λάδι
5. (για αλλόθρησκους) χωρίς το χρίσμα, αβάφτιστος
6. (για ελαιοτριβείο) που δεν έβγαλε ακόμη λάδι, δεν έκαμε αρχή
7. που δεν εξαγοράζεται ή δεν εξαγοράστηκε με χρήματα, ο αδωροδόκητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλάδωτος — αλάδωτος, η, ο και αλάδιαστος, η, ο 1. αυτός που δεν έχει λάδι: Άφησε το φαΐ αλάδωτο. 2. αυτός που δεν αλείφτηκε ή δε λερώθηκε με λάδι: Η μηχανή έμεινε αλάδωτη. – Είχε τα ρούχα του αλάδωτα. 3. αυτός που δε χρίστηκε με άγιο μύρο, ο αβάφτιστος:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άλαδος — και ανάλαδος, η, ο [λάδι] ο αλάδωτος* …   Dictionary of Greek

  • αλάδιαστος — η, ο [λαδιάζω] ο αλάδωτος* …   Dictionary of Greek

  • ανάλαδος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ή δεν περιέχει λάδι, ο άλαδος 2. αυτός που δεν λαδώθηκε με το άγιο Μύρο, αβάφτιστος, αλάδωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * στερ. + λάδι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”