- αλάδωτος
- -η, -ο [λαδώνω]1. αυτός που δεν έχει λάδι, στον οποίο δεν προστέθηκε άρτυμα λαδιού2. αυτός που δεν αλείφτηκε με λάδι3. που δεν λερώθηκε με λάδι4. που από φτώχεια ή για νηστεία δεν έφαγε λάδι5. (για αλλόθρησκους) χωρίς το χρίσμα, αβάφτιστος6. (για ελαιοτριβείο) που δεν έβγαλε ακόμη λάδι, δεν έκαμε αρχή7. που δεν εξαγοράζεται ή δεν εξαγοράστηκε με χρήματα, ο αδωροδόκητος.
Dictionary of Greek. 2013.